- παραφέρνω
- παράφερα, παραφέρθηκα, παραφερμένος1. φέρνω κάτι παραπάνω: Παράφερες χορτάρι σήμερα.2. μέσ., παραφέρνομαι, με παραπαίρνει η συναισθηματική κατάσταση, παρασέρνομαι, αρπάζομαι, φέρομαι άπρεπα: Παραφέρθηκα πάνω στο θυμό μου και τα έκαμα θάλασσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.