παραφέρνω

παραφέρνω
παράφερα, παραφέρθηκα, παραφερμένος
1. φέρνω κάτι παραπάνω: Παράφερες χορτάρι σήμερα.
2. μέσ., παραφέρνομαι, με παραπαίρνει η συναισθηματική κατάσταση, παρασέρνομαι, αρπάζομαι, φέρομαι άπρεπα: Παραφέρθηκα πάνω στο θυμό μου και τα έκαμα θάλασσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραφέρνω — 1. φέρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, κουβαλώ υπερβολικά, παρακουβαλώ 2. παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο κατά λάθος («σέ παράφερα με έναν φίλο μου, αλλά έπεσα έξω») 3. (αμτβ.) προσομοιάζω, μοιάζω κάπως με κάποιον ή με κάτι άλλο («ο χαρακτήρας… …   Dictionary of Greek

  • παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”